- αποπυνθανομαι
- ἀποπυνθάνομαιἀπο-πυνθάνομαιразведывать, разузнавать Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπυνθάνομαι — ἀποπυνθάνομαι (Α) ρωτώ να μάθω … Dictionary of Greek
ἀπεπυνθάνετο — ἀποπυνθάνομαι inquire imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεπυνθάνοντο — ἀποπυνθάνομαι inquire imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)